αλειφόβιος

αλειφόβιος
ἀλειφόβιος, -ον (Α)
1. (περιφρονητικά) αυτός που ζει από την άσκηση τού επαγγέλματος τού αλείπτη*
2. φτωχός, κακομοιριασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω + βίος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀλειφόβιον — ἀλειφόβιος one that lives by anointing masc/fem acc sg ἀλειφόβιος one that lives by anointing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειφοβίους — ἀλειφόβιος one that lives by anointing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …   Dictionary of Greek

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”